- επικατέχω
- ἐπικατέχω (Α)1. κρατώ επίμονα2. (απλώς) κατέχω, κρατώ3. συγκρατώ, αναχαιτίζω, δαμάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικατασχόντα — ἐπικατέχω detain aor part act neut nom/voc/acc pl ἐπικατέχω detain aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατεχόντων — ἐπικατέχω detain pres part act masc/neut gen pl ἐπικατέχω detain pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατέχει — ἐπικατέχω detain pres ind mp 2nd sg ἐπικατέχω detain pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατασχεῖν — ἐπικατέχω detain aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατασχόντας — ἐπικατέχω detain aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατασχόντες — ἐπικατέχω detain aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατέχειν — ἐπικατέχω detain pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατέχοντας — ἐπικατέχω detain pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek